lunes, 30 de julio de 2018

TEATRO PARA LEER: ABANDONOS Y CERRAR LOS OJOS DE JOSÉ SANCHIS SINISTERRA






Abandonos  y Cerrar los ojos son dos de las piezas breves que forman parte de PERVERTIMENTO Y OTROS GESTOS DE NADA de José Sanchis Sinisterra.  Esta obra, que se estrenó el 28 de abril de 1988, está dedicada a Samuel Beckett y en ella se experimenta con los diferentes elementos de la teatralidad y de la puesta en escena, así como con la figura del actor, del director, del personaje dramático, y con los conceptos de tiempo y espacio. PERVERTIMENTO lo componen una serie de textos "perversos" y divertidos, de ahí el título, que buscan una nueva complicidad con el espectador. 


El 6 de mayo de 2018 fue dramatizada por el grupo de lecturas dramatizadas del Instituto Cervantes de Atenas. Y las alumnas del curso de Literatura Española e Hispanoamericana del Instituto Cervantes de Atenas hicieron la traducción al griego de estas dos piezas breves: Abandonos (Εγκατάλειψη) y Cerrar los ojos (Να κλείνεις τα μάτια)


***


ΕΓΚΑΤΑΛΕΙΨΗ

Χ. Ελα τώρα, ζωντάνεψε,αντέδρασε. Μην στέκεσαι έτσι.
Υ. Ετσι; Πως;
Χ. Ετσι εξουθενωμένη,καταπονημένη,αδρανής…
Υ. Σου φαίνομαι αδρανής;
Χ. Αδιάφορη,αναίσθητη σαν κοιμισμένη.
Υ<<.Να κοιμάσαι>>
Χ. Τίποτα δεν σε επηρεάζει; Τίποτα δε σε κεντρίζει;
Υ.<<….ίσως να ονειρεύεσαι>>.
Χ. Πρίν δεν ήσουν έτσι. .Εσφυζες  από ζωή.
Υ.v<<Και μ’ένα όνειρο…>>
Χ. Πρέπει να γυρίσεις στα συγκαλά σου. Να βγεις απ’αυτή την απάθεια.
Υ.<<…..να σκέφτεσαι πως δίνουμε τέλος…>>
Χ. Ξανακοίταξε τα πράγματα όπως πρίν.
Υ. Πρίν από τι;
Χ. Ξαναβρές  την επιθυμία,την όρεξη για ζωή,για δράση.
Υ. Πρίν από τι;
Χ. Πρίν.
Υ. Πρίν…πες το ξανά.
Χ. Πρίν.
Υ. Ξανά.
Χ. Πρίν.
Υ. Ξανά.
Χ. Πρίν, πρίν, πρίν…
Υ. Το συνειδητοποιείς ;
Χ  Ποιό;
Υ. Αυτή η λέξη πρίν. Το συνειδητοποιείς ;
Χ.Ποιό;
Υ. Δεν σημαίνει πια τίποτα: πρίν….
Χ.Πρίν.
Υ.Καταλαβαίνεις;
Χ.Δεν υπάρχει τίποτα να καταλάβω. Πρόκειται για το να ζεις.
Υ.Να ζεις.
Χ.Ναι:να ζεις…και άσε τις λέξεις ήσυχες.
Υ.Ησυχες;
Χ.Τις στριφογυρίζεις ,τις αναμασάς δίχως σκοπό…μέχρι που τις αδειάζεις. Αυτό είναι που σου συμβαίνει. Γι’αυτό εγκαταλείπεσαι.
Υ.Αυτές είναι.
Χ.Τι;
Υ.Αυτές ,οι λέξεις.Αυτές με εγκαταλείπουν.
Χ.Τι θέλεις να πεις;
Υ.Μου έρχονται υπάκουες, ψιθυρίζοντας,ζητώντας μου την άδεια να μπουν και να μείνουν. Εγώ τις αφήνω να φωλιάσουν σαν αθώες μικρές προνύμφες,μεγαλώνουν στις κόχες του κορμίου μου,τρέφονται με το αίμα μου, με τα όνειρα μου, μαθαίνουν να παίζουν με τα πνευμόνια μου, ταξιδεύουν στην λέμφο μου, συνταιριάζονται,ζευγαρώνουν,προβάλουν στα μάτια μου, στα χείλη μου,πηδούν ανάμεσα στα δαχτυλά μου,μου γαργαλάνε το δέρμα,εισβάλουν στην μνήμη μου, μου την  γεμίζουν με  αντίλαλους,με μορφές, με αρώματα,μου την επιστρέφουν ολόκληρη. Επειτα βγαίνουν στον αέρα, στον ήλιο,στον κόσμο, φτεροκοπούν γύρω μου,πάνε κι έρχονται δίχως σταματημό, ρουφούν ανάμεσα στα πράγματα, βυθίζονται φευγαλέα στους άλλους…..αλλά πάντα επιστρέφουν χορτασμένες στις φωλιές τους, Εγώ τις ακούω να μουρμουρίζουν εκεί, να αφηγούνται τα μυστικά τους, να  γελούν η να θλίβονται, να επινοούν περιπέτειες η μάλλον να τις μεγαλοποιούν, κάποιες ψεύδονται ασύστολα, άλλες μένουν σιωπηλές, συνεσταλμένες, δεν ξέρω πολύ καλά γιατί. Αλλά υπάρχουν και εκείνες που γυρίζουν αργά, επιστρέφουν όταν κανείς δεν τις περιμένει, δημιουργώντας μεγάλο σκάνδαλο, η μαινόμενες, η κατάπληκτες,η ενοχλημένες η εξουθενωμένες ,σαν ναρχόντουσαν από πολύ μακριά,σαν νάχαν υποστεί κάποια παράξενη συνάντηση, κάποια συνταρακτική εμπειρία…Και εγώ δεν τις καταλαβαίνω, αυτές δεν μου εξηγούν τίποτα , αλλά αισθάνομαι ότι φέρουν άρρωστη καρδιά, είναι γεμάτες από  λύσσα,από φόβο, απόλυτα σάπιες, μίζερες, μιάς και δεν είναι αυτό που ήσαν, ότι δεν αναγνωρίζονται μεταξύ τους, ότι αποφεύγουν η μια την άλλη, δραπετεύουν η μια απ’την άλλη,αλληλοεπιτίθενται,επίσης, επιχειρούν να καταστραφούν, να καταβροχθισθούν, να εξαφανιστούν και να εξαφανίσουν και εμένα, ναι, να μου δηλητηριάσουν την ψυχή ,τα σπλάχνα ,τις πηγές της γλώσσας,την ματιά….Και λίγο λίγο πετυχαίνουν το σκοπό τους. Η πανούκλα επεκτείνεται, κυριεύει τις αρτηρίες, εισχωρεί στις πιο κρυφές κυψελιδες,ε ισβάλλει στα ούλα,μολύνει τις επιθυμίες ,τα οστά,τις  υποσχέσεις,τα ονόματα,τις αντωνυμίες…Εξαπλώνεται σε όλα τα μέρη η υποψία, η αποθάρρυνση, η γάγγραινα,ο πανικός. Και λέω εγώ, και αισθάνομαι μια σουβλιά,λέω γέφυρα, πρωινό, και ακούγεται ένα κενό και λέω επανάσταση, και μυρίζει σαν κάτι πεθαμένο .  Οι λέξεις μου αυτοκτονούν, υποκύπτουν στη μόλυνση χωρίς την παραμικρή αντίσταση, ρίχνονται  στην πυρά, στην τρέλλα, στο κενό…Ανοίγω το λεξικό και δεν υπάρχουν πλέον, τίποτα άλλο παρά χιλιάδες μικρά φέρετρα. Σου φαίνεται ότι μιλώ, ότι προφέρω λέξεις; Όχι,δεν είναι έτσι: αναμασάω τα πτώματα τους και κατόπιν τα φτύνω.
Χ. Φτάνει.
Υ. Δεν είναι λέξεις ζωντανές: είναι μονάχα τα πτώματά τους, καταλαβαίνεις; οστά,φτερά,λέπια,καβούκια,νύχια….Αυτά είναι που φτύνω όταν μιλάω.
Χ. Φτάνει σε παρακαλώ.
Υ. Και αυτές που καταφέρνουν να επιζήσουν ,να γλυτώσουν από την μόλυνση, το βάζουν στα πόδια. Με εγκαταλείπουν τελικά.
Χ. Πάψε.
Υ. Είναι αυτές που με εγκαταλείπουν, μ’αφήνουν ακατοίκοιτη, έρημη, κοκκαλωμένη, πεθαμένη…
Χ. Για το όνομα του Θεού.
Υ.Εξουθενωμένη ,ναι καταπονημένη, ναι,αδρανή…αδρανή.
Χ Εσύ το θέλησες!.
Υ.Εσύ….άλλη λέξη που με εγκαταλείπει.


                            ==========================================


ΝΑ ΚΛΕΙΝΕΙΣ ΤΑ ΜΑΤΙΑ

Για να φτάσεις στο βάθος του ζητήματος -και λέω βάθος και αισθάνομαι ότι δεν είναι αυτό, ότι αρχίζω άσχημα, και εξακολουθώ να είμαι φυλακισμένη σε λέξεις ανακριβείς, αλλά τι να κάνω-
Για να φτάσεις, λοιπόν,στο-ας πούμε-βάθος του ζητήματος…αν πρόκειται για ζήτημα και όχι για ένα απλό παιχνίδι, η για μια ιδιοτροπία, η μια απλή χίμαιρα η παραλογισμό…πρέπει να κλείσεις τα μάτια.
Να κλείσεις τα μάτια, ναι: να κατεβάσεις τα βλέφαρα, να τα κρατήσεις ενωμένα με την άκρη των κάτω βλ….Αλλά είναι βλακώδες να δίνω εξηγήσεις.
Όλος ο κόσμος ξέρει να κλείνει τα μάτια, είναι για άλλη μια φορά η νοσηρή απόλαυση να αραδειάζεις λέξεις και λέξεις, ανεξάρτητα απ’το αν χρειάζονται η όχι,λέξεις ανακριβείς, αχρείαστες, ακατάλληλες, άσχετες…Και τώρα ακριβώς το θέμα είναι να σιωπάς .   
Να σιωπάς και να κλείνεις τα μάτια.
Και να αφήνεις τη σιωπή και την σκοτεινιά να αποκτούν σώμα, βάρος, μορφή,σ’αυτό τον δικό μας χρόνο,σ’αυτό τον χρόνο που μοιραζόμαστε.
Έτσι απλά.
Μονάχα σας ζητώ λοιπόν να κλείσετε τα μάτια.
Αυτό το φως που με τυλίγει, αυτό το σώμα που βλέπετε και που είναι  δικό μου, είναι εδώ μονάχα για να εξαφανιστούν σε μια στιγμή από το οπτικό σας πεδίο, για να μην  σβήσετε την πιο μικρή κίνηση για την οποία είστε ικανοί.
Το ίδιο όπως η  φωνή μου και τα λόγια μου, δεν έχουν άλλο σκοπό παρά να αφήσουν πέρασμα στη σιωπή…Μια σιωπή διπλή, αφού θα είναι και τυφλή.
Και η κίνηση που θα δώσει το σύνθημα θα είναι δική μου, μία κίνηση ακόμη πιο απλή απ’ αυτή που σας ζητώ, θα μου είναι αρκετό να σταματήσω αυτό το μικρό παιχνίδι των χειλιών, των δοντιών, της γλώσσας, της αναπνοής….
Να κλείνεις το στόμα, τελικά, όπως λέγεται λαικά, σοφά.
Διπλή μικρή κίνηση του κλεισίματος.
Εσείς κλείνετε τα μάτια και εγώ κλείνω το στόμα.
Δεν υπάρχει λόγος να φοβάστε, θα είναι μια σύντομη σιωπή.
Αφού περάσει ένα λεπτό, περίπου, θα χτυπήσω αυτή το καμπανάκι και θα μπορέσετε να ανακτήσετε την ελευθερία.
Να αναδυθείτε στον ελεύθερο αέρα του βλέμματος, να ανοίξετε τα μάτια, να με δείτε.
Στη διάρκεια αυτού του λεπτού των σκιών δεν θα χάσετε τίποτα το ενδιαφέρον, εγώ δεν πρόκειται να κάνω τίποτα ,τίποτα δεν θα εμφανιστεί, κανένα αστείο καλύτερου η χειρότερου γούστου εκμεταλλευόμενη την αδυναμία σας.
Βέβαια τώρα, όπως στα παιδικά παραμύθια αν κάποιος δεν πληρεί την μαγική προυπόθεση…θα υποστείτε  τις συνέπειες.
Και η λιγότερο σοβαρή θα είναι αναμφίβολα να μην έχετε φτάσει-ας πούμε- στο βάθος του ζητήματος..αν πρόκειται για κάποιο ζήτημα.
Όλα είναι ξεκάθαρα, έτσι. Καμία αμφιβολία ελπίζω.
Τότε, εμπρός, κλείστε τα μάτια, παρακαλώ.


***

Traducción al griego de Angelikí Patera, Stella Panagopoulou, Tina Dougali y Tatiana Basakou-Papageorgiou alumnas del curso de Literatura Española e Hispanoamericana del Instituto Cervantes de Atenas. 

sábado, 16 de junio de 2018

NUESTROS NIÑOS por Xánath Caraza





The Survivors – Käthe Kollwitz


NUESTROS NIÑOS

Por Xánath Caraza
Si es uno, diez mil
o mil quinientos los perdidos,
el dolor es el mismo,
la indignación aún mayor.

No hay canciones de cuna
a quien susurrar por las noches,
las camas están vacías.

Ni a quien cobijar en las tardes frías,
las casas están incompletas.
No hay fuego en el hogar.

Una generación adolorida.
No hay cuerpos que abrazar.

Niño mío, en la oscuridad te vislumbro.
Niña mía, en las garras de la maldad estás.

¿Cómo alcanzar tus pequeñas manos?
¿Cómo calmar tu sed?
¿Cómo sentir tu aroma?
¿Cómo escuchar tu dulce voz?

¿Quién consolará tu hermosa alma?
¿Tendrás qué comer?
¿Quién dirá tu nombre con ternura?
¿Quién rezará por ti con amor?

Y, ¿en las noches de tormenta?

Niño mío, niña mía,

¿cómo sabrás que sigo junto a ti?




Atenas, Grecia, 13 de junio de 2018.



 ==========================================


ΔΙΚΑ ΜΑΣ ΠΑΙΔΙΑ

Αν ένα είναι, δέκα χιλιάδες
η χίλια πεντακόσια τα χαμένα
ο πόνος είναι ο ίδιος
η αγανάκτηση ακόμα μεγαλύτερη.
Δεν έχω σε ποιόν να μουρμουρίσω
νανουρίσματα τις νύχτες,
τα κρεβάτια αδειανά.
Ούτε ποιόν να σκεπάσω τα κρύα απογεύματα,
τα σπίτια είναι γκρεμισμένα, ανολοκλήρωτα.
Δεν υπάρχει φωτιά στην εστία.
Μια γενιά πονεμένη.
Δεν υπάρχουν κορμιά να αγκαλιάσω.
Αγόρι μου, μέσα στην σκοτεινιά σε διακρίνω.
Κορίτσι μου, στα γαμψά νύχια της κακότητας βρίσκεσαι.
Πώς να φτάσω τα μικρά σου χέρια;
Πώς να σβήσω τη δίψα σου;
Πώς να νοιώσω το αρωμά σου;
Πώς να ακούσω την γλυκιά σου φωνή;
Ποιος θα παρηγορήσει την όμορφη ψυχή σου;
Θάχεις τι να φας;
Ποιος θα πει το όνομά σου με τρυφεράδα;
Ποιος θα προσευχηθεί για σένα με αγάπη;
Και τις νύχτες με καταιγίδα;
Αγόρι μου,κορίτσι μου;
Πως θα μάθεις πως είμαι πάντα μαζί σου;


Traducción: Angelikí Patera y Stella Panagopoulou.

Atenas, 13 de junio de 2018.

lunes, 2 de abril de 2018

UN POEMA DE GONZALO ROJAS (Lebu, Chile, 20/12/ 1916 - Santiago, Chile, 25 /4/ 2011).






Gonzalo Rojas Pizarro. (Lebu, Chile, 20 de diciembre de 1916 - Santiago, Chile, 25 de abril de 2011). Poeta y profesor chileno.



Carbón

Veo un río veloz brillar como un cuchillo, partir
mi Lebú en dos mitades de fragancia, lo escucho,
lo huelo, lo acaricio, lo recorro en un beso de niño como entonces,
cuando el viento y la lluvia me mecían, lo siento
como una arteria más entre mis sienes y mi almohada.


Es él. Está lloviendo.

Es él. Mi padre viene mojado. Es un olor

a caballo mojado. Es Juan Antonio
Rojas sobre un caballo atravesando un río.
No hay novedad. La noche torrencial se derrumba
como mina inundada, y un rayo la estremece.


Madre, ya va a llegar: abramos el portón,
dame esa luz, yo quiero recibirlo
antes que mis hermanos. Déjame que le lleve un buen vaso de vino
para que se reponga, y me estreche en un beso,
y me clave las púas de su barba.


Ahí viene el hombre, ahí viene
embarrado, enrabiado contra la desventura, furioso
contra la explotación, muerto de hambre, allí viene
debajo de su poncho de Castilla.


Ah, minero inmortal, ésta es tu casa
de roble, que tú mismo construiste. Adelante:
te he venido a esperar, yo soy el séptimo
de tus hijos. No importa
que hayan pasado tantas estrellas por el cielo de estos años,
que hayamos enterrado a tu mujer en un terrible agosto,
porque tú y ella estáis multiplicados. No
importa que la noche nos haya sido negra
por igual a los dos.
-Pasa, no estés ahí
mirándome, sin verme, debajo de la lluvia.




Κάρβουνο

Βλέπω ένα γρήγορο ποτάμι να λάμπει σαν ένα μαχαίρι, να χωρίζει
το Lebu mu σε δύο μισά ευωδιαστά, το ακούω,
το μυρίζω, το χαϊδεύω, το διατρέχω σ ένα φιλί παιδικό
όπως τότε,
όταν ο άνεμος και η βροχή με λίκνιζαν, το νοιώθω
σαν μία παραπάνω αρτηρία ανάμεσα στους κροτάφους μου και το μαξιλάρι μου.

Είναι αυτός. Βρέχει.
Είναι αυτός. Ο πατέρας μου έρχεται βρεγμένος. Υπάρχει μία οσμή
βρεγμένου αλόγου.  Είναι ο Juan Antonio
Rojas πάνω σ’ ένα άλογο διασχίζοντας ένα ποτάμι.
Δεν υπάρχει κάτι καινούριο. Η χειμαρρώδης νύχτα γκρεμίζεται
Σαν ορυχείο πλημμυρισμένο, και μία αστραπή την τραντάζει.

Μάνα θα φθάσει: ας ανοίξουμε την μεγάλη πόρτα,
δος μου αυτό το φως, θέλω να τον υποδεχθώ εγώ
πριν από τ’ αδέλφια μου. Άσε με να του φέρω ένα γεμάτο ποτήρι
κρασί
για να στηλωθεί και να με σφίξει μ’ένα φιλί,
και να μου καρφώσει τις αγκίδες της γενειάδας του

Νάτος έρχεται, ο άνθρωπος νάτος έρχεται
λασπωμένος, εξαγριωμένος με την κακοτυχία, έξω φρενών
με την εκμετάλλευση, πεθαμένος της πείνας, νάτος έρχεται
κάτω από καστιγιάννικο πόντσο του

Αχ, αθάνατε ανθρακωρύχε, αυτό είναι το σπίτι σου από δρυ, που εσύ ο ίδιος
έφτιαξες. Εμπρός:
Ήλθα να σε περιμένω, είμαι ο έβδομος
από τα παιδιά σου. Δεν έχει σημασία
που έχουν περάσει τόσα αστέρια από τον ουρανό αυτά τα χρόνια
που έχουμε θάψει την γυναίκα σου έναν τρομερό
Αύγουστο
Γιατί εσύ και ’κείνη πολλαπλασιαστήκατε. Δεν
έχει σημασία που η νύχτα μας στάθηκε μαύρη
όμοια και για τους δύο
- Πέρασε, μην στέκεσαι εδώ
κοιτάζοντάς με, χωρίς να με βλέπεις, κάτω από την βροχή. 


***

Traducción manuscrita de Angelikí Patera, alumna del curso de Literatura Española e Hispanoamericana del Instituto Cervantes de Atenas. 





***





miércoles, 31 de enero de 2018

DULCE MARÍA LOYNAZ. UN CANTO: LOS ÚLTIMOS VERSOS DE MIS POEMAS

Dulce María Loynaz (La Habana, 10 de diciembre de 1902 – La Habana, 27 de abril de 1997). Poeta y novelista cubana. Premio Cervantes, 1992.



Tras leer los poemas de Dulce María Loynaz en la clase de Literatura, descubriéndola al mismo tiempo como lectores y no como estudiosos, pues poco o nada sabíamos de ella, vimos cómo sus poemas adquirían su grandeza a través de sus versos finales, que los transformaban y daban la vuelta a lo que uno había leído. Esa era su magia. Así que decidimos hacer un único poema con los últimos de cada uno de ellos, no de todos, pero de muchos, y ahí estaba Dulce, guiándonos por su poesía y su vida. Los últimos versos, como los últimos hálitos de vida, son los que dan la explicación a todo lo vivido anteriormente, sin remedio. Aquí están:

                             ==========================================

UN CANTO: LOS ÚLTIMOS VERSOS DE MIS POEMAS

La tierra se va cansando...
El corazón quiere sombra...
La que nadie se atrevería
a besar por el miedo de borrarla...
Mas líbranos de todo mal.
Amen.
Y cuando el Cristo se borró... yo estaba
viendo allí todavía la sonrisa.
¡qué sombra todavía entre mi sombra!...
Estrella descolgada
para mi cielo tan vacío...
Se hincó el pie con la punta de una estrella.
Hombre que me ciñes:
¡Nada hay en tus brazos!
Has perdido jugando un gran amor...
Un amor indeciso se ha dormido a mi puerta...
Si me quieres, no me recortes:
¡Quiéreme toda... O no me quieras!
De veras, no existió... La Vida es buena.
Eso pude: Eso valgo.
En los ojos abiertos bajo el vidrio
le cabía la Muerte... ¡Toda entera!...
¿Me enseñará un camino?...
Una punta en la montaña.
La otra..., ¡clávala en el viento!
¡Quién me volviera a la raíz remota
sin luz, sin fin, sin termino y sin vía!...
¡En silencio, Dios mío!...
De un punto negro a otro
-negro también...-voy caminando...
¡Quien te amó sólo amaba cenizas!...
¡No lo sabía yo, y era mi sangre!...
¡Yo me muero del sol!
Si aun vuelvo la cabeza..., ¡Dios me vuelva de sal!
¡No saben que tú eres la madre estremecida
de un hijo que te llama desde el Sol!...
¡Y apretada, apretada contra mí!
¡Amor es resucitar!
Era primero el agua.
¡Serán un solo temblor   
dentro del cántaro azul!
Las cosas que se mueren   
no se deben tocar.

 ==========================================

Actividad de la clase de Literatura del Instituto Cervantes de Atenas.

Enero, 2018. 

CLARIBEL ALEGRÍA (12/5/1924-25/1/2018). DOS POEMAS








RITOS INCUMPLIDOS
A mi madre

Dicen que la muerte es solitaria
que nos morimos solos
aunque estemos rodeados de aquellos que nos aman
pero tú me llamaste
y yo no estuve:
no te cerré los ojos
no te besé la frente
no te ayudé a pasar
al otro lado
estuve lejos
lejos de ti que me alumbraste
me nutriste
educaste mis alas.
No cumplí con el rito
estuve lejos
lejos
y ese es el sollozo que me arrebata en olas
en cúpulas
en grutas
y no puede salir
y me persigue en sueños
y me ahoga.
Perdóname/libérame
necesito aullar
batir tambores
un golpe en la cerviz
un estallido
para arrancar de cuajo este sollozo
y no invocarte más
en desolados
versos.

ΙΕΡΟΤΕΛΕΣΤΙΑ ΑΝΕΚΠΛΗΡΩΤΗ

Στην μητέρα μου
Ποιος είναι, λένε, ο θάνατος μοναχικός
και πως πεθαίνουμε ολομόναχοι
ακόμη κι αν, όσοι μας αγαπούν, γύρω μας είναι
εσύ όμως με κάλεσες
κι εγώ κοντά δεν ήμουν:
τα μάτια δεν σου έκλεισα
το μέτωπο δεν σου φίλησα
να περάσης δεν  σε βοήθησα
στην άλλη πλευρά
ήμουν μακριά
μακριά από σένα που με φώτισες
μ΄έθρεψες
παίδευσες τα φτερά μου.
Την ιεροτελεστία δεν εκπλήρωσα
ήμουν μακριά
μακριά
κι είναι αυτός ο λυγμός που κατά κύματα μ΄αρπάζει
σε θόλους
σε σπηλιές
και δεν μπορεί να βγη
και στα όνειρα με κυνηγάει
και με πνίγει.
Συχώρα με/λευτέρωσε με
έχω ανάγκη να ουρλιάζω
τύμπανα να χτυπήσω
ένα χτύπημα στον αυχένα
ένα ξέσπασμα
για να ξεριζώσω ολότελα αυτόν τον λυγμό
και πια να μην σ΄επικαλούμαι
σε ρημαγμένους

στίχους.



                              ==========================================




QUIERO ENTRAR A LA MUERTE

Quiero entrar a la muerte
con los ojos abiertos
abiertos los oídos
sin máscaras
sin miedo
sabiendo y no sabiendo
enfrentarme serena
a otras voces
a otros aires
a otros cauces
olvidar mis recuerdos
desprenderme
nacer de nuevo
intacta.


ΝΑ ΜΠΩ ΘΕΛΩ ΣΤΟΝ ΘΑΝΑΤΟ

Να μπω Θέλω στον θάνατο
μ’ ορθάνοιχτα τα μάτια
τ’ αυτιά μου ανοιχτά
μάσκες χωρίς
φόβο χωρίς
ξέροντας και μην ξέροντας
γαλήνια ν’ αντιμετωπίσω
άλλες φωνές
αέρα άλλον
άλλες κοίτες ποταμών
τις θύμησες μου να ξεχάσω
κι’ ανέγγιχτη

να ξαναγεννηθώ.

  ==========================================


Selección y traducción manuscrita: Angelikí Patera
30 de enero de 2018





Anexo: 
Palabras de despedida para Claribel Alegría del escritor nicaragüense Sergio Ramírez:
http://redescritoresporlatierra.org/2018/01/sergio-ramirez-su-majestad-ha-muerto/#more-4990