lunes, 21 de enero de 2013

DOS POEMAS DE ANTONIO MACHADO


La noria

La tarde caía
triste y polvorienta.
El agua cantaba
su copla plebeya
en los cangilones
de la noria lenta.

Soñaba la mula,
¡pobre mula vieja!,
al compás de sombra
que en el agua suena.

La tarde caía
triste y polvorienta.

Yo no sé qué noble,
divino poeta,
unió a la amargura
de la eterna rueda
la dulce armonía
del agua que sueña,
y vendó tus ojos
¡pobre mula vieja!...

Mas sé que fue un noble,
divino poeta,
corazón maduro
de sombra y de ciencia.

Το μαγγάνι

Έπεφτε τ' απόγιομα
μουντό και σκονισμένο
και το νερό τραγούδαγε
τον λαϊκό σκοπό του
στους κουβάδες που έσερνε
αργό ένα μαγγάνι.

Η μούλα ονειρεύονταν,
φτωχή γέρικη μούλα!
στης άγριας θλίψης το ρυθμό
που στο νερό αντηχεί.

Έπεφτε τ' απόγιομα
μουντό και σκονισμένο

Δε ξέρω εγώ ποιος ευγενής,
ποιος θείος ποιητής
στην πίκρα εσφιχτόδεσε
του αιώνιου τροχού
την αρμονία τη γλυκεία
του ονείρου του νερού,
και τα δυο μάτια σου 'φραξε
φτωχή, γέρικη μούλα!

Μα ξέρω ήταν ευγενής
και θεϊκός ποιητής,
ωριμασμένη μια καρδιά
σε θλίψη και σε γνώση.

TRADUCCION:ANGELIKI PATERA
A un olmo seco

Al olmo viejo, hendido por el rayo
y en su mitad podrido,
con las lluvias de abril y el sol de mayo,
algunas hojas verdes le han salido.

¡El olmo centenario en la colina
que lame el Duero! Un musgo amarillento
le mancha la corteza blanquecina
al tronco carcomido y polvoriento.

No será, cual los álamos cantores
que guardan el camino y la ribera,
habitado de pardos ruiseñores.
Ejército de hormigas en hilera
va trepando por él, y en sus entrañas
urden sus telas grises las arañas.

Antes que te derribe, olmo del Duero,
con su hacha el leñador, y el carpintero
te convierta en melena de campana,
lanza de carro o yugo de carreta;
antes que rojo en el hogar, mañana,
ardas de alguna mísera caseta,
al borde de un camino;
antes que te descuaje un torbellino
y tronche el soplo de las sierras blancas;
antes que el río hasta la mar te empuje
por valles y barrancas,
olmo, quiero anotar en mi cartera
la gracia de tu rama verdecida.
Mi corazón espera
también, hacia la luz y hacia la vida,
otro milagro de la primavera.

Soria, 1912, 4 de mayo


Σε μια ξερή φτελιά

Σκισμένης απ' τον κεραυνό και μισοσαπισμένης
από τ' Απρίλη τις βροχές και του Μαγιού τον ήλιο
μιας γριάς φτελιάς της φύτρωσαν χλωρά, πράσινα φύλλα.

Α! η εκατοχρονίτισσα φτελιά πάνω στο λόφο
που του Duero τα νερά αιώνες τώρα γλείφουν!
Λεκιάζουνε κιτρινωπά μούσκλια τη γκρίζα φλούδα
του σκονισμένου της κορμού, τρύπιου από το σαράκι.

Αηδόνια σκουροκάστανα δεν θα την κατοικήσουν
όπως τις λεύκες που φυλούν την δημοσιά, την όχθη
σκοπούς τ' ανέμου μυστικούς σιγανοτραγουδώντας.
Πάνω της σκαρφαλώνουνε στρατός από μυρμήγκια
που ένα το άλλο ακολουθεί, ενώ στα σωθικά της
οι αράχνες όλο υφαίνουνε τα γκρίζα τους τα πέπλα.

Φτελιά του Duero θέλω πριν να σε ξαπλώσει χάμω
του ξυλοκόπου η τσεκουριά, πριν στήριγμα καμπάνας
κάρου ρυμό ή καροτσιού σε κάνει ο μαραγκός
Πριν αύριο σε φτωχόσπιτου, στην άκρια του δρόμου
ανάψεις ολοπόρφυρη στη φλόγα του τζακιού
πριν κάποιος σίφουνας γερός σε βγάλει από τη ρίζα
και τα φυσούνια των λευκών οροσειρών σε σπάσουν
πριν το ποτάμι από γκρεμούς και πεδινά σε σπρώξει
στου πελάγου την αγκαλιά, να ιστορήσω θέλω
με λόγια απλά σε ένα χαρτί του πρασινοντυμένου κλαδιού σου την εξαίσια την ομορφιά και χάρη.
Όμοια η καρδιά μου προς το φως και τη ζωή στραμμένη
εν' άλλο θάμα καρτερεί η Άνοιξη να φέρει.

TRADUCCION:ANGELIKI PATERA

No hay comentarios:

Publicar un comentario